- Ἐνόπη
- Ἐνόπηfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος … Dictionary of Greek
ενόπη — ἐνόπη, η (Α) σκουλαρίκι, ενώτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνήθης στον πληθ. ενόπαι προήλθε από τη συνεκφορά εν οπαίς (πρβλ. διόπαι)] … Dictionary of Greek
ἐνοπῇ — ἐνοπή crying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοπή — crying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπη — ear ring fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοπαῖς — ἐνοπή crying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοπαῖσι — ἐνοπή crying fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοπαί — ἐνοπή crying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοπᾶς — ἐνοπή crying fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοπῆς — ἐνοπή crying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)